φτωχοφαμελίτης

φτωχοφαμελίτης
ο, θηλ. φτωχοφαμελίτισσα, Ν
φτωχός οικογενειάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχοφαμελιά + κατάλ. -ίτης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φτωχοφαμελίτης — ο θηλ. ισσα ο φτωχός οικογενειάρχης, ο αρχηγός φτωχής φαμίλιας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”